λεβάντα

λεβάντα
Είδος δικοτυλήδονου, φρυγανώδους φυτού της οικογένειας των χειλανθών ή λαμπιατών. Η επιστημονική ονομασία του είναι Lavandula spica. Πρόκειται για πολύκλαδο θάμνο που φτάνει σε μέγιστο ύψος τα 45 εκ. Η λ. διαθέτει γραμμοειδή, λογχοειδή, σχεδόν άμισχα φύλλα, ενώ τα ιώδη άνθη της σχηματίζουν κυλινδρικούς στάχυς που προστατεύονται από πλατιά βράκτια και από μικρά παράνθια φύλλα που πέφτουν εύκολα. Έχει σωληνοειδή στεφάνη, η οποία είναι δίχειλη, με το πάνω χείλος δίλοβο και το κάτω τρίλοβο και με όχι πολύ εμφανείς λοβούς. Συναντιέται ημιαυτοφυές σε ξηρούς πετρώδεις τόπους στην Ελλάδα, κυρίως στις Κυκλάδες, στη Λακωνία και στην Αργολίδα. Ολόκληρο το φυτό αναδίδει ένα ευχάριστο άρωμα, που οφείλεται στο αιθέριο έλαιο γνωστό ως λεβάντα. Το έλαιο αυτό, εκτός από την αρωματοποιία, χρησιμοποιείται στην κτηνιατρική, στη βιομηχανία βερνικιών και στην ιατρική ως αντισπασμωδικό. Άλλα είδη λ. είναι η λ. η αμβροτανοειδής της Μαδέρας και η λ. η οδοντωτή της Ιβηρικής χερσονήσου. Στη Γαλλία καλλιεργούνται σε μεγάλη κλίμακα (κυρίως στην Προβηγκία) υβρίδια της λ. της γνήσιας (Lavandula vera) για τη βιομηχανική εξαγωγή του αιθέριου ελαίου. Παρόμοιες καλλιέργειες αναπτύχθηκαν κατά τα τελευταία χρόνια στην περιοχή Ασέας Τρίπολης. άγρια λ. Θάμνος της οικογένειας των βερβενιδών, γνωστός και με την επιστημονική ονομασία λυγός ο αγνός. Ο θάμνος αυτός αριθμεί 60 είδη, είναι φυλλοβόλος, ύψους 1 έως 2 μ., αρωματικός και με τρυφερούς βλαστούς. Τα φύλλα του μοιάζουν με παλάμες. Τα άνθη του έχουν χρώμα προς το μπλε ή ροζ, είναι μικρά και σχηματίζουν στάχυ ή βότρυ. Ο καρπός της άγριας λ. είναι στρογγυλή, μικρή, κοκκινόμαυρου χρώματος δρύπη. Πρόκειται για φυτό κοινό σε όλη την Ελλάδα και φυτρώνει σε τόπους υγρούς, παραθαλάσσιους και παραποτάμιους. Οι ευλύγιστοι βλαστοί του χρησιμοποιούνται στην καλαθοποιία και τα φύλλα του χρησιμοποιούνται ως στυπτικό αφέψημα. Άγρια λ. θεωρείται και το φυτό που είναι γνωστό με την επιστημονική ονομασία Lavandula stoechas, το οποίο ανήκει στην ίδια οικογένεια με τη Lavandula spica. Πρόκειται για φρύγανο ύψους 20 έως 60 εκ. με χνουδωτούς, τετραγωνικούς βλαστούς που έχουν φύλλα σε όλο το μήκος τους. Τα φύλλα του είναι επίσης χνουδωτά, αντίθετα ή συνήθως σε αντίθετες δέσμες, γραμμοειδή και σφηνοειδή στη βάση. Τα άνθη του έχουν σκούρο κόκκινο χρώμα και εμφανίζονται σε δέσμες 6 έως 8, σχηματίζοντας πυκνό ωοειδή στάχυ, με μικρό ποδίσκο. Φυτρώνει σε πυριτικές, πετρώδεις περιοχές, σχεδόν σε όλα τα μέρη της Ελλάδας. Η λεβάντα (Lavandula spica) συναντάται ημιαυτοφυής στην Ελλάδα, σε ξηρούς πετρώδεις τόπους κυρίως των Κυκλάδων, της Λακωνίας και της Αργολίδας. Αγρός με λεβάντες στην Ιαπωνία (φωτ. ΑΠΕ).
* * *
η
1. κοινή ονομασία τών ειδών τού γένους αγγειόσπερμων δικότυλων αρωματικών φυτών λαβάντουλα, που ανήκει στην οικογένεια χειλανθή
2. το άρωμα που παρασκευάζεται από αυτά τα φυτά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. lavender < μσν. αγγλ. levendre < μσν. λατ. lavandula].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • λεβάντα — η (λ. ιταλ.), αρωματικό φυτό, το άρωμα της λεβάντας: Πολλά απορρυπαντικά ρούχων έχουν άρωμα λεβάντας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άνθος — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… …   Dictionary of Greek

  • αιθέριος — Αυτός που ανήκει ή μοιάζει στον αιθέρα, λεπτός, διαφανής, αέριος, άυλος, αγγελικός (π.χ. α. πλάσμα). Αυτός που βρίσκεται ψηλά, στον αέρα (π.χ. α. ύψη). α. έλαια. Σύνθετες οργανικές ενώσεις που σχηματίζονται σε διάφορα φυτικά μέρη (άνθη, φύλλα,… …   Dictionary of Greek

  • αλεβάντιστος — η, ο [λεβάντα] αυτός που δεν αρωματίστηκε με φύλλα ή αιθέριο έλαιο λεβάντας …   Dictionary of Greek

  • ανθός — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… …   Dictionary of Greek

  • βάγιο — και βάγι, το (AM βαΐον) κλαδί φοινικιάς («ἀκούσαντες ὅτι ἔρχεται ὁ Ἰησοῡς εἰς Ἱεροσόλυμα ἔλαβον τὰ βαΐα τῶν φοινίκων καὶ ἐξῆλθον εἰς ὑπάντησιν αὐτοῡ» (Ιωάν. 12.13) μσν. νεοελλ. φρ. «μετά βαΐων και κλάδων» με μεγάλη επισημότητα, με θερμές… …   Dictionary of Greek

  • βαγιά — Μικρός παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ.) στην πρώην επαρχία Βόνιτσας και Ξηρόμερου του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο ομώνυμο νησάκι κοντά στη Βόνιτσα. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κεκροπίας. * * * και βάγια, η [βάγιο] (ανάλογα με το κλαδί… …   Dictionary of Greek

  • κουμαρίνη — Χημική ετεροκυκλική ένωση με μοριακό τύπο C9H6O2, η οποία συναντάται σε πολλά φυτά, από τα οποία παραλαμβάνεται με εκχύλιση ή συνθετικά ξεκινώντας από απλούστερες ενώσεις, κατά την αντίδραση των Μπερτανίνι Πέρκιν. Πρόκειται για στερεή,… …   Dictionary of Greek

  • λαβάντουλα — η βοτ. η λεβάντα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. lavandula < νεολατ. lavandula < μσν. λατ. lavandula] …   Dictionary of Greek

  • μέλι — Ρευστή σακχαρώδης ουσία με ιδιαίτερο άρωμα. Προέρχεται από το νέκταρ των ανθέων, το οποίο απορροφούν οι μέλισσες και αποθηκεύουν στον πρόλοβό τους. Το νέκταρ είναι ένας γλυκός χυμός που εκκρίνεται από ειδικούς αδένες των ανθέων και αποτελείται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”